- πόμπευση
- ηδιαπόμπευση, ρεζίλεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόμπευση — η / πόμπευσις, εύσεως, ΝΑ [πομπεύω] νεοελλ. δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα αρχ. η τέλεση πομπής, πομπεία* … Dictionary of Greek
πομπεύσῃ — πομπεύσηι , πόμπευσις fem dat sg (epic) πομπεύω conduct aor subj mid 2nd sg πομπεύω conduct aor subj act 3rd sg πομπεύω conduct fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)